Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Ζωή

Απάτητη άμμος στην ακρογιαλιά. Την πρωτοπερπάτησα. Έπειτα έτρεξα˙ στην άμμο. Διψασμένη, ξεδίψασα. Ρούφηξα ήλιο και ξάπλωσα.


Το βλέμμα μου γύρισα˙ και κοίταξα. Ουρανός απέραντος, το λιγωμένο βλέμμα μου να βρει λίγη ανάπαυση.


Ανάσα απ' την ανάσα μου˙ ζωή απ' τη ζωή μου.
Για πόσο; 
Για πάντα...


Ποτάμι, νερό, ξεδιψάω, βουνά τριγύρω πολλά, μα όαση εκεί που μέσα της χάνομαι. Και πάλι κάπου εκεί βυθίζομαι.


Πάντα θα βρω κάτι να βυθιστώ˙ να εξαφανιστώ˙ να χαθώ˙ για λίγο˙ απ' όλους κι απ' όλα˙ για στιγμές˙ για πάντα.

-

Σου είπαν πως δε θα έρθουν. Κόλλησες. Προσπάθησες, μα δεν κατάφερες, να αναδείξεις τα κρυφά σου χαμένα ταλέντα απ' της χαράς την κλεψύδρα το άγνωστο ψέμα στου βάθους τ' αστέρι που για σένα λάμπει με την ελπίδα να το κοιτάξεις - έστω και για λίγο. Ναι˙ εσύ.


Σε σένα μιλάω που σημασία δε μου δίνεις˙ ποτέ δε μού 'δωσες. Ποτέ δε σ' ένοιαξε.


Είμαι εδώ ξαπλωμένη και αναζητάω το παγωμένο ξεχασμένο παλιό ανούσιο σημαντικό και όμορφο - κι αξέχαστο συνάμα - βλέμμα. Τα ντοκουμέντα, τα ιστορικά θα πεις, που κανείς δεν κατέγραψε, γιατί δεν τό 'θελε. Ποιός ο λόγος να το θέλει; Έκλεψε - κλέφτης. Μες στη νύχτα έφυγε και ξέχασε. Κανείς δεν του το θύμησε˙ έχει δικαιολογία.


Κάτι νέο. Αλλαγή. Στης ζωής τη δίνη που αναπόφευκτα σταματά κι εφήνει γεύση πικρή και γλυκιά ταυτόχρονα˙αυτό κανείς θα μου το εξηγήσει ποτέ;


Σε περιμένω. Σε λίγες ώρες θα είμαστε μαζί˙ το ξέρω. Ανυπομονώ να σ' αγκαλιάσω, πάνε μήνες.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

19.12.2011

Αλύχτισαν, ελύσαξαν, απόκαμαν και σώπασαν.
Εδόθηκαν εις τη μάχη˙ την αέναη - θαρρούσαν.
Εβόλεψαν το άτρωτο της ζωής το θέλημα˙ θεώρησαν.

Αλλάλαξα κι ενίκησα. Ποτέ δεν ενικήθην. Κατόρθωσα και στ' άτι έτρεξα˙ ελεύθερη˙ 
κι απότομα στ' αντάμα μπόρεσα την άκρη να επιμείνω.
                  Το σύγνεφο κι ο ουρανός.
                  Η ομίχλη μες στη μέρα. Απόκαμα; Δεν έπαυσα στιγμή
                                                                                   να Σε δοξάζω κι εμένα να αλλάζω.

Αποστασία˙


 

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Στόματα

Μικρή κοιτούσα των αμαξιών τα φώτα. Το σχήμα τους μου πρόδιδε το σχήμα του προσώπου του οδηγού και της οικογένειάς του.
Το έκανα πολλές φορές το κόλπο. Έβαζα στοίχημα και πάντα έπιανε!

Πριν τολμήσω να κοιτάξω πρόσωπα εστίαζα στο σχήμα των προβολέων, του πλαστικού μπροστά. Κι έπειτα πιο πίσω και μέσα και καταχαρούμενη για το πείραμά μου που επιβεβαιωνόταν ξανά και ξανά...

Κλειστά χείλη, λεπτά, μικρά φώτα.

Μεγάλα με περίεργο σχήμα χείλη, άκομψα τεράστια φώτα.

Στρογγυλά φώτα, πρόσωπα στρόγγυλα.
Τετράγωνα φώτα, τετραγωνισμένες φάτσες.

Τα μάτια μου συνεχώς στο δίπλα αυτοκίνητο. Έπρεπε να το καταγράψω˙ αυτή η περιέργεια για τους άλλους ανθρώπους˙ ενοχλητικό πράγμα. Λες και μπορούσα να διαβάσω την καρδιά τους. Αστείο˙τι νόμισα πως έκανα. Επιφανειακό, ελαφρόμυαλο.

Λαμπιόνια να δείχνουν το δρόμο;

Είπαν ότι η ΔΕΗ είναι πανάκριβη, μα τα φώτα στα μπαλκόνια είν' ανοιχτά..

Χριστουγεννιάτικες φωτεινές καμπάνες και μπάλες μεγάλες ξύλινες να κρέμονται για να σου δείχνουν το δρόμο, της ζωής, της συνέχειας, του φωτός στη ζωή, της ζωής το φως.

Αγάπη, θαλπωρή ζητάς και δε βρίσκεις.. Πού να βρεις; Στέρεψα.. Πού να πρωτοδώσω, σε ποιόν να πρωτοαπλώσω το χέρι.. Άσε, μπορεί και να με πληγώσει, άθελά του να με δαγκώσει, σαν τα μωρά. Ναι, μωρά, καλά λέω. Εσύ δεν ξέρεις. Μωρό δεν έζησες ποτέ σου. Μόνος, μοναχοπαίδι, στην αυστηρότητα της γνώσης και την μοναξιά της αναμονής. Κρύο σπίτι και δωμάτιο, τα βράδια, τα όνειρά σου, αναμενόμενη ζωή υπό το φως των προσδοκιών των δικών σου, που ποτέ δεν σου ανήκαν, ούτε για λίγο.
Πληγές
ανοιχτές
Ζωές
ρημαγμένες
μισές
στα ανήλιαγα σοκάκια του τότε που ποτέ δε φάνηκε να χαράζει για σένα

και μένα.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Ζω στο όνειρο.


 
Ζω στο όνειρο λένε πολλοί και με κοιτάζουν σκεφτικοί.


Είναι αργά, φεύγω για δουλειά.

Μοναξιά, ζωή, είμαστε τυφλοί.

Επιθυμίες, βλέψεις, είναι μόνο υποθέσεις.

Ο ήλιος ξεπροβάλλει, μα στο παγκάκι βρέχει.

Βρέχει κι εσύ μόνη. Δε με κοιτάζεις. Η αναμονή μαλώνει την παραίτηση. Αποφασίζει να της δώσει ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά "
Made in Hope".

Σηκώνεις τα μάτια μα τα βλέφαρα κλείνουν. Αγωνίζεσαι να πιστέψεις.

Το βάρος ασήκωτο.
Βρέχει.
Κι ο ήλιος βγαίνει.

Καλημέρα. -Δε μπορείς να το πεις- το ξέρω.
Είναι νωρίς ακόμα.

Ελπίδα.



Ελπίδα, ζωή, αλήθεια, συνέχεια


Δε μπορώ να μιλώ γι' αυτά. Πώς να αντικρύσω αυτές τις έννοιες;
 
Παντού σκοτάδι, θάνατος, τέλος άδοξο.

Νέα μέρα, νέος μήνας, καινούργια σελίδα, αποφάσεις, ιδέες..

Πρέπει ν' αποφασίσω. Δυστυχώς δε μ' αφήνουν να ζήσω, ν' αναπνεύσω, να oνειρευτώ. Κάτι δεν πήγε καλά. Εγώ καλά τα νόμισα, αλλιώς τα υπολόγιζα.... Εγώ.... Ποιός νοιάζεται για μένα; Όλοι για το "εγώ" νοιάζονται, κι εγώ πρέπει για το δικό μου.

Αποφασίζω, σκέφτομαι, λέω ν' αλλάξω. Μόνος; Δε γίνεται συλλογίζομαι.

Και πάλι μελαγχολώ, βυθίζομαι στο αδιέξοδο, πνίγομαι βαθιά στο βυθό, αφήνομαι να με φτάσει κάπου το μετά, το έπειτα, μόνο του, χωρίς καθόλου να το βοηθήσω· του αρκεί που αφήνομαι.

Τελικά τι θα με αλλάξει; Τι θα μου δώσει ελπίδα, ζωή; Τι περιμένω να με μεταμορφώσει, να κάνει κάτι νέο στη ζωή μου; Να συντρίψει ό,τι δικό μου. Κουράστηκα. Η δύναμη αυτή θα με γεμίσει, θα με αλλάξει, θα με αναδείξει.

Θέλω κάτι νέο στη ζωή μου. Αποφασίζω να το πω. Να το δηλώσω. Να το κάνω ξεκάθαρο.
Αρχίζω.