«Να κοιμάσαι με το φεγγάρι αγκαλιά και να ξυπνάς με τη θάλασσα μέσα σου.»
Έτσι μπορούσε η Μαρία να το περιγράψει. Μονάχα έτσι να μου το δώσει να το καταλάβω. Μάταια προσπαθούσα. «Απ’ τα βάθη της καρδιάς μου», μου είχε πει, «εύχομαι να το ζήσεις κι εσύ˙ και τότε θα καταλάβεις».
Δεν πέρασε πολύς καιρός, ήρθε κι η σειρά μου. Όταν όλη σου η ύπαρξη βρίσκει την ολοκλήρωσή της. Και να μη θες, αυτό φαίνεται και σε μαρτυράει τ’ άτιμο. Παλιά είχα φίλες να μαρτυράνε τα μυστικά μου. Τώρα τα μυστικά μου αποκαλύπτονται από μόνα τους.
Ας το πάρουμε από την αρχή. Από μικρή τρία πράγματα με συνέπαιρναν. Να πίνω γάλα – κι ας μη με θήλασε ποτέ η μάνα μου, ο αέρας ο φθινοπωρινός που έπαιρνε τις καλοκαιρινές μου αναμνήσεις και οι άγραφες σελίδες που γέμιζα κείμενα και άσκοπες γραμμές. Αναζητούσα νόημα ύπαρξης πίσω από απλά στοιχεία.
Μα κάποια στιγμή μέσα στην ησυχία της σειράς των γεγονότων που δραστικά και αποφασιστικά λάμβαναν χώρο ανά τα χρόνια συνειδητοποίησα πως το ρολόι στον καρπό του χεριού μου δε σταματάει, μονάχα άμα χαλάσει. Ακόμα και τότε όμως, τα άλλα ρολόγια συνεχίζουν. Ο χρόνος δεν περιορίζεται απ’ το δικό μου ρολόι. Θύμωσα. Με ποιο δικαίωμα; Ποιος με ορίζει εμένα; Ποιος με έβαλε εδώ εμένα. Απ’ το χώμα ήρθα, στο χώμα πηγαίνω; Και ρωτούσα.
Κι έπειτα είδα το λουλούδι εκείνο που στην προσπάθειά μου να το κόψω κόπηκα και πόνεσα. Μου είχαν μάθει πως το λένε τριαντάφυλλο. Έτσι, λέει, το λέμε. Ο ορισμός της έννοιας κι αυτός από άλλον δοσμένος. Δεν είχα παρά να μάθω. «Ώστε έτσι το λένε; Κι έχει πράγματι τριάντα φύλλα;» (Όσα τα χρόνια της ζωής σου)
Η ζωή είναι όμορφη. Ξέρει τι θα σου φέρει και πότε. Εσύ δεν ξέρεις και δεν καταλαβαίνεις. Η ζωή βλέπει. Εσύ σαν τυφλός στραβοπατάς και νομίζεις πως είσαι κύριος των πάντων. Η ζωή προειδοποιεί, μα εσύ ξαφνικά ξυπνάς και αναρωτιέσαι πού βρίσκεσαι, πώς βρέθηκες εκεί και πότε. Ανοίγεις το κουτί και προσπαθείς να τα χωρέσεις όλα. Εκείνο το παρελθόν όσο και να προσπαθείς να το στριμώξεις, θαρρείς και δε θέλει να χωρέσει. Κρίμα. Κι εσύ θέλεις να βάλεις παρόν και μέλλον μέσα. Αυτό μένει έξω. Χωρίς αμφιβολία. Το απρόσμενο δε χωράει πουθενά, δεν περιορίζεται. Κάπου είχες ακούσει πως όταν νομίζεις ότι δε χωράει κάτι άλλο σε ένα δοχείο απλά γέμισέ το με άμμο. Και αναρωτιέμαι ποια άμμο να πάρω να βάλω να γεμίσω το κουτί. Να κάνω το παρελθόν μου άμμο..
Γλυκέ μου αναγνώστη, σε μπέρδεψα μήπως;
Ελπίζω πως όχι.
Θέλω μονάχα ελεύθερος να αγγίξεις το βάθος του λόγου, της σκέψης. Κι άμα νομίζεις πως απόκαμες να προσπαθείς δυσνόητες δικές μου σκέψεις να ερμηνεύσεις, κοίταξε μέσα σου. Εκεί υπάρχει ένα χελιδόνι που προσπαθεί να πετάξει. Δεν το έχεις αφήσει να ανοίξει τα φτερά του και χαρούμενο να σου λαλήσει ήχο γνώριμο μα νέο.
Η ψυχή και η καρδιά δύσκολο να ανοίξουν. Κλειδωμένο κρατούν το χελιδόνι. Μα πόσο κι αυτό ποθεί να λευτερώσει εσένα τον ίδιο.
Very Good.. Love the background picture
ΑπάντησηΔιαγραφή